- ἑξαπλασία
- ἑξαπλασίᾱ , ἑξαπλάσιοςsix times as large asfem nom/voc/acc dualἑξαπλασίᾱ , ἑξαπλάσιοςsix times as large asfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἑξαπλασίᾳ — ἑξαπλασίᾱͅ , ἑξαπλάσιος six times as large as fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαπλάσια — ἑξαπλάσιος six times as large as neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαπλασιάσας — ἑξαπλασιά̱σᾱς , ἑξαπλασιάζω multiply by six fut part act fem acc pl (doric) ἑξαπλασιά̱σᾱς , ἑξαπλασιάζω multiply by six fut part act fem gen sg (doric) ἑξαπλασιάσᾱς , ἑξαπλασιάζω multiply by six aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαπλασίας — ἑξαπλασίᾱς , ἑξαπλάσιος six times as large as fem acc pl ἑξαπλασίᾱς , ἑξαπλάσιος six times as large as fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαπλασίαν — ἑξαπλασίᾱν , ἑξαπλάσιος six times as large as fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαπλά — (Μ έξαπλά) επίρρ. εξαπλάσια … Dictionary of Greek
εξαπλάσιος — α, ο (Α ἑξαπλάσιος, ία, ον και ιων. τ. έξαπλήσιος, ίη, ον) αυτός που είναι έξι φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξαπλάσιον ποσότητα εξαπλάσια («ἑξαπλάσιον κηροῡ», Ορειβασ.) … Dictionary of Greek
εξαπλός — ή, ό (Α ἑξαπλοῡς, ή, οῡν [ όος, όη, οον]) 1. αυτός που αποτελείται από έξι όμοια μέρη 2. έξαπλάσιος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἑξαπλᾱ η έκδοση τής ΠΔ από τον Ωριγένη, στην οποία σε έξι κατά σειρά στήλες περιλαμβάνεται το εβραϊκό κείμενο με τις… … Dictionary of Greek
τριαμκινολόνη — η, Ν (φαρμ.) φθοριωμένο παράγωγο τής πρεδνιζολόνης τού οποίου η αντιφλεγμονώδης δράση είναι εξαπλάσια τής κορτιζόνης … Dictionary of Greek